μαχίζομαι

μαχίζομαι
μαχίζομαι (Μ)
1. δίνω μάχη, πολεμώ, έρχομαι σε σύγκρουση ή ρήξη με κάποιον («ἐκ τὰ ρηγάτα τῆς Φραγκιᾱς... κανεὶς δὲν ἀποκότησεν νὰ μαχιστεῑ τὴν Ρώμην», Χρον. Τόκκων)
2. μαλώνω
3. κρατώ κακία
4. εχθρεύομαι, είμαι εχθρός με κάποιον
5. μτφ. αγωνίζομαι («μόνον τὴν προθυμιὰν θέλ' ἄνδρας νὰ μαχίσει, τὴν δὲ νίκην εἰς τὸν θεὸν στέκει νὰ τὴ χαρίσει», Παλαμήδ. Βοήθ.)
6. (για ζώο) επιτίθεμαι σε κάποιον και τόν καταδιώκω («περὶ ζώου μάχης, ὁποὺ μαχίζει καὶ βλάβει ἄνθρωπον», Βακτ. αρχιερ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μάχομαι, κατά τα ρ. σε -ίζω (πρβλ. πολεμώ: πολεμίζω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μαχισμός — ο [μαχίζομαι] (φιλοσ.) υποκειμενική ιδεαλιστική τάση τής φιλοσοφίας η οποία ανήκει στο ρεύμα τού εμπειριοκριτισμού …   Dictionary of Greek

  • μαχιστής — μαχιστής, ὁ (Μ) [μαχίζομαι] 1. μαχητής, πολεμιστής 2. φιλόνικος, εριστικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”